- ενεψίημα
- ἐνεψίημα, το (Α)παιχνίδι, παιχνιδάκι, άθυρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + εψιώμαι «παίζω, διασκεδάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνεψιήματα — ἐνεψίημα plaything neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)